- σκάνια
- η, Ν [σκάνω]σκασίλα, στενοχώρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Μάλμοε — (Malmo). Πόλη (264.989 κάτ. το 2002) της νότιας Σουηδίας, πρωτεύουσα της κομητείας Σκάνε (11.346 τ. χλμ., 1.140.291 κάτ.) και η τρίτη μεγάλη πόλη της Σουηδίας. Bρίσκεται στον πορθμό Έρεσουν, απέναντι στο δανικό νησί Σγέλαντ και στην Κοπενχάγη. Η… … Dictionary of Greek
σκανιάζω — Ν [σκάνια] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί πολύ, τόν σκάζω 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι πάρα πολύ, σκάω από τη θλίψη μου 3. φρ. «μην μού σκανιάζεις» μην τό παίρνεις κατάκαρδα, μην στενοχωριέσαι τόσο πολύ … Dictionary of Greek
Μάγνος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στην Κύζικο μαζί με άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Απριλίου. 2. Ασκητής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Ιουνίου. II (Magnus). Όνομα επτά βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. Μ. Α’, ο Καλός (1024 … Dictionary of Greek